- -μανώ
- (AM -μανῶ)β' συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε -μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε -μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώαρχ.ανδρομανώ, ασελγομανώ, αυλομανώ, γυναικομανώ, διονυσομανώ, δοξομανώ, ερωμανώ, θεατρομανώ, θεομανώ, θηλυμανώ, ιππομανώ, καιρομανώ, κακομανώ, λακωνομανώ, λογομανώ, μουσομανώ, ξενομανώ, οπλομανώ, ορνιθομανώ, ορχηστρομανώ, οχλομανώ, πυριμανώ, υλομανώ, φυλλομανώ, χορτομανώ, χρυσομανώνεοελλ.αγριομανώ, ανθομανώ, αφρομανώ, βλαστομανώ, βροντομανώ, θρασομανώ, τριζομανώ, φυσομανώ, χορτομανώ].
Dictionary of Greek. 2013.