-μανώ

-μανώ
(AM -μανῶ)
β' συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε -μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε -μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ
αρχ.
ανδρομανώ, ασελγομανώ, αυλομανώ, γυναικομανώ, διονυσομανώ, δοξομανώ, ερωμανώ, θεατρομανώ, θεομανώ, θηλυμανώ, ιππομανώ, καιρομανώ, κακομανώ, λακωνομανώ, λογομανώ, μουσομανώ, ξενομανώ, οπλομανώ, ορνιθομανώ, ορχηστρομανώ, οχλομανώ, πυριμανώ, υλομανώ, φυλλομανώ, χορτομανώ, χρυσομανώ
νεοελλ.
αγριομανώ, ανθομανώ, αφρομανώ, βλαστομανώ, βροντομανώ, θρασομανώ, τριζομανώ, φυσομανώ, χορτομανώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μανώ — μανῶ, όω (Α) [μανός] κάνω κάτι πορώδες ή αραιό, χαλαρώνω, αραιώνω, μαλακώνω …   Dictionary of Greek

  • μανῶ — μαίνομαι rage aor subj pass 1st sg (attic epic doric) μᾱνῶ , μανός loose masc/neut gen sg (doric aeolic) μανόω make porous pres subj act 1st sg μανόω make porous pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανῷ — μᾱνῷ , μανός loose masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομανώ — κακομανῶ, έω (Α) μαίνομαι υπερβολικά, είμαι υπερβολικά εμμανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ξενο μανώ, χρυσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • σαρκομανώ — έω, ΜΑ μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανώ, ιππο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • αγριομανώ — (I) ( έω) (για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ. ΠΑΡ. αγριομανητό]. (II) ( έω) (για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη –… …   Dictionary of Greek

  • θρασομανώ — άω 1. φουντώνω, θεριεύω 2. εμφανίζομαι με ζωηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράσος + μανώ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • καθυλομανώ — καθυλομανῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υλομανῶ) (για φυτά) αυξάνομαι υπερβολικά σε κλαδιά και φύλλωμα, φουντώνω, αγριεύω («ὡς τὰ δένδρα καθυλομανεῑ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλο μανῶ («είμαι σκεπασμένος με πυκνό δάσος» (< ὕλη + μανῶ <… …   Dictionary of Greek

  • ολομανώ — ὁλομανῶ, έω (Α) λυσσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. κακο μανώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”